- διαδηλωτής
- ο , διαδηλώτρια η демонстрант, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαδηλωτής — ο (θηλ. διαδηλώτρια, η) 1. αυτός που παίρνει μέρος σε πολιτική κυρίως διαδήλωση 2. αυτός που διαδηλώνει έντονα τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek